Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Restart...!

Restart (όπως θα λέγατε με την κ. Σοφία!), επανεκκίνηση (αλλιώς, όπως θα λέγαμε εμείς!)...

Είμαστε έτοιμοι για δράση; Αρκετά χαλαρώσαμε σε καναπέδες και κρεβάτια, βαρεθήκαμε με τα επιτραπέζια και τα κινητά-tablets-psp, πλήξαμε όλη μέρα στο σπίτι και στην αυλή μας...



"Πάσχα τ' Απρίλη" (ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ)

Στο διήγημα που ακολουθεί ο ενήλικος αφηγητής-συγγραφέας από τη Θεσπρωτία περιγράφει με νοσταλγία τις παιδικές και εφηβικές μνήμες του από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό του, που συνορεύει με την αλβανική μεθόριο.

Ο Απρίλης ήταν κάποτε για μένα το Πάσχα στο χωριό μου.
Μεγάλη Πέμπτη, εγώ και τ' αδέρφια μου ξεκινούσαμε με το λεωφορείο. Ολόκληρο ταξίδι... Φτάναμε στη γέφυρα του Καλαμά. Μια γέφυρα σιδερένια, βαθυπράσινη, απ' τον καιρό του Εμφυλίου.
Αφού γινόταν ο έλεγχος των ταυτοτήτων απ' τους φαντάρους του φυλακίου, το λεωφορείο, αργά αργά, έμπαινε στη γέφυρα. Κραπ, κραπ, χτύπαγαν κι έτριζαν οι σιδεριές. Το νερό από κάτω ορμητικό, θολοπράσινο απ' τις πυκνοφυτεμένες όχθες. Έλιωναν τα χιόνια.
Από κει και πέρα άρχιζε ένας άλλος κόσμος.
Στο Φιλιάτι κάναμε υποχρεωτική στάση 3-4 ώρες. Γι' αυτές τις ώρες -που τις περνούσαμε στο καφενεδάκι του σταθμού- δεν αγαπούσα και πολύ αυτή την κωμόπολη, τόσο λαχταρούσα το χωριό μου! Το καφενεδάκι ήταν γεμάτο ταξιδιώτες για τα πανωχώρια των Φιλιατών. Εκεί άρχιζαν τα πρώτα "ποιανού είσαι εσύ, μωρέ παιδάκι μου;", "ετούτη μοιάζει της μάνας της" απ' τους χωριανούς μας και τα πρώτα φιλιά. Πρόγευση απ' το χωριό μου παρηγορητική.
Επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος ανηφορικός και όλο στροφές, ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας.
Άι Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα! Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, δάφνες, αγριολούλουδα και θάμνους, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ κι εκεί, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωναν ό,τι ομορφότερο και ευγενέστερο από τις ανθρώπινες ζωές αιώνων.
Στο χωριό μου φτάναμε το σούρουπο. Μας άφηνε  το λεωφορείο στη Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Άι Θανάσης.
Ο όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορυφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος.
Φτάναμε με τα ποδάρια στο σχολειό, κατόπι μια απότομη κατηφοριά μας έβγαζε στην πλατεία του Νικόπλου, όπου ήταν το περίπτερο του μπάρμπα-Μήτση μας. Μας καρτέραγε με ζαχαρωτά και φιλιά. Κατόπι σταματούσαμε στο πατρικό της μάνας μου για λίγο, να δώσουμε τσιγάρα στον παππού και μετά σφεντόνα για το πατρικό μας, για τη γιαγιά μας.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή η μύτη μας είχα πανηγύρι. Φρέσκια, ξάστερη ανάσα ανακατεμένη με τ' αγριολούλουδα του Απρίλη, αλλά και με τις καβαλίνες, την κοπριά και το νοτισμένο χώμα.
Το πατρικό μας, τόπος θαλπωρής. Ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες, κατώι για τις αίγες, αποθήκη, ένας μικρός κηπάκος και η επιβλητική και συγχρόνως γλυκύτατη παρουσία της γιαγιάς μου. Μας μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος! Κατόπι κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα κι αυτή στη μέση.
Tο πρωί μα ξυπνούσαν πετεινοί, γαϊδουράκια, αίγες, φωνούλες από τις γυναίκες που φούρνιζαν, σκούπιζαν, έκοβαν κλαρί για τα ζωντανά. Μαζεμένο το χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο, δημιουργούσε τέλεια ηχητική.
"Ω Αγγελούδω, ξύπνησαν τα παιδιά;", ακούγαμε τη θεία Λόλα απ' τον δίπλα μαχαλά.
"Ξύπνησαν, μωρ' συμπεθέρα".
"Αβγά έχεις, θέλεις;"
"Έχω, έχω".
"Καλά, στείλ' τα μου κατόπι".
Άρχιζε το πανηγύρι. Τρεχαλητά με τ' άλλα παιδιά, επισκέψεις στις θείες, βόλτες στους κήπους του Μαμά, στα αμπέλια της Φέρας, στην Αγία Παρασκευή. Άρχιζαν δειλά να κοκκινίζουν οι πρώτες κουτσουπιές. Τα τριαντάφυλλα, πυκνόφυλλα και μοσχομυριστά, ροζ-άσπρα, ήταν παντού. Στις αυλές και στους φράχτες. Σου έσπαγαν τη μύτη.
Από την Ανάσταση θυμάμαι κάπως τις στρακαστρούκες, που τις πιέζαμε με τις σόλες. Ακόμα κι εκείνη την ώρα του πανδαιμόνιου εγώ είχα το μυαλό μου στ' αστέρια του ορίζοντα, πάνω από τον απαγορευμένο τόπο.
Την άλλη μέρα, όλο το χωριό ανέβαινε στην κορυφή του λόφου, που ήταν το φυλάκιο Γκελίλι, για επίσκεψη στους στρατιώτες. Τους πηγαίναμε αυγά, κουλούρια κι εκείνοι μας έδιναν γαλέτες.
Χαρούμενα, απλά παιδιά, μας άφηναν να δούμε και με τα κιάλια μέσα στο Αλβανικό. Φέρναμε κοντά μας εικόνες από ανθρώπους, κυρίως γυναίκες να σκάβουν στη σειρά ή να κάνουν άλλες δουλειές, πάντα σε ομάδες. Είχαν κατασκευάσει και μια τεχνητή λίμνη για την άρδευση.
..................................................................................................................................................
Όταν  αναχωρούσαμε, χαράματα, για την Ηγουμενίτσα ήταν για μας Μεγάλη Παρασκευή. Πονούσαμε και τα τρία, λες και μας ξερίζωναν. Η αδερφή μου με κλάματα και φωνές, "γιαγιά μουουου", ξύπναγε το χωριό. Εγώ κρατιόμουν κι έκλαιγα κρυφά, με τρόπο αξιοπρεπή και για να το πετύχω σφιγγόμουν και κατσούφιαζα. Δε θέλαμε, αρνιόμασταν ν' αποχωριστούμε τη γιαγιά Αγγελούδω, το χωριό. Και πού να να πηγαίναμε; Στο βασανιστήριο της τότε εκπαιδεύσεως.
Μόλις πήγα στο Γυμνάσιο, βαθμιαία -κι απ' το Λύκειο μόνιμα πλέον- πάει το χωριό και η γιαγιά. Δεν πάταγα το πόδι μου. Σινεμά, ξένη μουσική, ερωτικά σκιρτήματα, κατόπιν σπουδές στην Αθήνα -άλλη θλιβερή ιστορία αυτή-, μέχρι τα τριάντα μου δεν είχα καμιά ψυχική σχέση και επαφή.
Μεγάλος ήμουν -τι μεγάλος, άντρας κοτζάμ γαϊδούρι- όταν μας έστειλε η γιαγιά μου μήνυμα, έναν πικρό Απρίλη, να πάμε να περάσουμε το Πάσχα μαζί της. Δεν πήγα. Μετά από λίγο πέθανε. Δε θυμάμαι να μου στοίχισε. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγα. Με είχε καταλάβει εξολοκλήρου ο εαυτός μου.
Πέρσι πήγα στο χωριό μου, μετά τη Λαμπρή, για ολιγόωρη επίσκεψη. Το πατρικό μου χορταριασμένο, ετοιμόρροπο. Ο κηπάκος του πνιγμένος στην άγρια βλάστηση.
Έψαχνα στην αγαπημένη κάμαρη των παιδικών μου χρόνων και κάποια στιγμή βρήκα την αστυνομική ταυτότητα της γιαγιάς μου. Ολοκαίνουρια! Απ' τη μικρή φωτογραφία με κοιτούσε πάλι μ' εκείνη την αγάπη της, που μας έθρεψε και μας εφοδίασε για μια ολόκληρη ζωή.
Το χωριό μου περίπου έρημο. Ούτε γαϊδουράκια άκουσα, ούτε φωνές από γυναίκες και παιδιά. Πήγα στο μαγαζάκι του θείου, του Μήτση Έξαρχου. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν δύο φαντάροι με πλήρη πολεμική εξάρτυση. Έκατσαν στον πάγκο και ο θείος μου τους κέρασε λουκούμια...

Σ. Δημητρίου, "Η φλέβα του λαιμού" (Πατάκης 1998) - Διασκευή


Ερωτήσεις κατανόησης - εργασίες

1. Πού διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφονται στο κείμενο;
    Μπορούμε να εντοπίσουμε στον χάρτη της Ελλάδας την περιοχή/γεωγραφικό διαμέρισμα;
2. Ποια είναι τα πρόσωπα του κειμένου;
    Ποιος είναι ο αφηγητής και τι ρόλο έχει στο κείμενο;
3. Σε ποιες χρονικές περιόδους χωρίζεται το κείμενο; (Πότε διαδραματίζονται τα γεγονότα;)
4. Ποια είναι τα αισθήματα του συγγραφέα για το χωριό του όταν ήταν παιδί;
    Ποια αργότερα που μεγάλωσε; (Μπορείτε να αναφέρετε φράσεις που τα δείχνουν.)
5. Γράφω ένα δικό μου κείμενο με θέμα τις πασχαλινές διακοπές μου σε... καραντίνα!

ΥΓ. Στο επόμενο θα ακολουθήσουν ασκήσεις Γραμματικής πάνω στο ίδιο κείμενο.
...................................................................................................................................................

Επειδή η περιοχή (στην οποία αναφέρεται το κείμενο) φημίζεται -εκτός των άλλων- για τους μαστόρους της, τους αρτοποιούς-ζαχαροπλάστες της και τα κτηνοτροφικά της προϊόντα...

Η Μαριάννα "μαστοράκι"...

η Μαριάννα "ζαχαροπλάστης"...

κι ο κύριός σας "τσοπανάκος"!

Κι αφού είμαστε εκεί, ας κλείσουμε με ένα χαρακτηριστικό τραγούδι της περιοχής!


5 σχόλια:

  1. Καλησπέρα κύριε!!Πολύ ωραία ιστορία!!!!❤️

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα σε όλους σας...
    Καναδυό απαραίτητες διευκρινήσεις για το κείμενο και τις εργασίες:
    1. Στην 1 εννοώ "γεωγραφικό" διαμέρισμα/νομό (εκ παραδρομής έγραψα "δημοτικό").
    2. Στη 2 να αναφερθούν και τα ονόματα των προσώπων και η σχέση (αν υπάρχει) με τον αφηγητή...
    3. Στην 3 δε ζητάω χρονολογίες. Οι χρονικές περίοδοι είναι περισσότερες από δύο (μικρός-μεγαλος)...
    4. Στην 4 ζητάω την εναλλαγή των αισθημάτων στις παραπάνω χρονικές περιόδους (προσέξτε λίγο όταν μεγάλωσε αρκετά)...
    5. Η 5 είναι παραγωγή γραπτού λόγου (έκθεση)! Πρέπει να αναπτύξετε σε κείμενο όσα περάσατε τις μέρες του Πάσχα...
    Καλό βράδυ...😘

    ΑπάντησηΔιαγραφή