Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Όμορφα χρόνια...!


Μετά από δύο (και κάτι) μήνες, πλησιάζουμε στο τέλος αυτής της παράξενης διαδικτυακής διαδρομής...
Το σημερινό είναι το τελευταίο -κατά πάσα πιθανότητα- κείμενο για τη Γλώσσα...!
Σκεφτόμουν τι να βρω για τος τέλος και θυμήθηκα το παρακάτω όμορφο κείμενο από το προηγούμενο βιβλίο της Γλώσσας, που αντικαταστάθηκε από αυτό που κρατάτε στα χέρια σας δύο χρόνια πριν γεννηθείτε (το 2006)... Θυμάμαι πόσο άρεσε στα παιδιά της Έκτης εκείνης της εποχής και πόση κουβέντα κάναμε...!

Ορφέας Περίδης (πηγή: YouTube)

"Η Παινιώ"

Θυμάμαι το απόγιομα κείνο, που κατέβαινα με το άλογο από του πηγαδιού το μονοπάτι. Το 'χα φορτωμένο χόρτο και ήμουνα πισωκάπουλα καβάλα. Σφύριζα ξέγνοιαστος σαν σπίνος, τραμπάλιζα τα πόδια μου στου Ψαρή την κοιλιά με το ρυθμό της πατημασιάς του και κάπου κάπου ένιωθα τα κρεμάμενα κλωνιά απ' τις ιτιές δίπλα να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά, τα μάγουλα...
- Ε, συ με τ' άλογο..., άκουσα ξαφνικά πίσω μου μια κοριτσίστικη φωνή.
Γύρισα. Μια κοπελιά ως δεκατεσσάρων χρονών, στην ηλικία μου, ερχόταν απ' το πηγάδι. Βαστούσε στο κεφάλι έναν τέντζερη* γεμάτο νερό κι από τον τρυφερό της ώμο, που βουλιούσε*, κρεμόταν ένα μικρό βαρελάκι.
- Η Παινιώ είμαι... Δε με θυμάσαι;
- Ε, συ Παινιώ, της έκαμα. Αυτό το βαρελάκι σου κόβει τον ώμο. Δώσ' μου το εδώ, να το κρεμάσω στο σαμάρι.
- Δεν πειράζει... Μη νοιάζεσαι, είπε και τάχυνε το βήμα να με προσπεράσει.
Χτύπησα κι εγώ την κοιλιά του αλόγου ν' ανοίξει πόδι.
- Τι θέλεις τώρα, να παρατρέξουμε; Άντε δώσε το βαρέλι, Παινιώ.
Μα αυτή, όσο της φώναζα, τόσο πιο γρήγορο άνοιγε το βήμα της -σαΐτα! Σχεδόν έτρεχε, σαν να μην ήταν φορτωμένη. Τα γυμνά της πόδια, πατ πατ, στο αφράτο χώμα του μονοπατιού, πηδούσαν ανάλαφρα. Το νερό σκορπιζόταν δεξά ζερβά.
Με δυο καλπασμούς του Ψαρή μου την έφτασα και την ανάγκασα να παραμερίσει για να διαβώ.
- Ε, τι θέλεις;
Κοντοστάθηκε πίσω μου θυμωμένη λίγο.
Να την αφήσω, μου 'λεγε. Δεν ήταν η πρώτη της φορά που κουβαλούσε έτσι νερό. Κι ακόμα μεγαλύτερο βαρέλι σήκωνε. Ουφ, ας πάω στο καλό μου.
Αλήθεια δε σκέφτηκα: Μπορεί να την πρόσβαλλα έτσι, να θέλω να τη βοηθήσω.
Σαν φτάσαμε στα σπίτια, ξεφόρτωσα εγώ το χόρτο στο αχούρι κι έδεσα το άλογο στην αγριοσυκιά.
- Λίγο νερό μου δίνεις; είπα.
Μου 'φερε σε μια χαλκωματένια* κανάτα.
- Ορίστε, μου είπε και στάθηκε μπρος μου και περίμενε.
Την κοίταζα λοξά με τ' αριστερό μου μάτι κι έπινα μεγάλες γουλιές, απρόσεχτα. Ξεχείλισε από την κανάτα -στραβός ήμουνα;- έτρεξε νερό πάνω στο στήθος μου, στο πουκάμισό μου, με κρύωσε...
Αχ, να 'χα μιαν αδελφή σαν την Παινιώ... "Αδελφούλα μου, μη φεύγεις από κοντά μου. Να είμαστε όλο μαζί θέλω". Έτσι μου ερχόταν να της πω. Μα ντρεπόμουν. Δεν ήξερα αν θα της άρεσε να την έλεγα έτσι...
................................................................................................................................................
.
Οι μέρες περνούσαν...
Ένα δειλινό την είδα να είναι ανήσυχη, λίγο φοβισμένη.
- Τι έχεις;
- Έχασα την κατσίκα, ξέρεις, Κωστή. Έλα να πάμε μαζί να τη βρούμε, είπε και μ' έπιασε από το χέρι.
- Από κει πάνω πάμε να να δούμε, απ' τον Αϊ-Γιώργη.
Τρέχαμε πιασμένοι χέρι χέρι. Ύστερα σκαρφαλώσαμε κάτι βράχια. Μπροστά αυτή, πίσω εγώ.
Στην κορυφή, μπροστά στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιωργιού, σταματήσαμε κοντανασαίνοντας. Κοιτάξαμε ολόγυρα.
- Α, να την, είπε κι έδειξε κάτω.
Η άσπρη κατσίκα τραβούσε με το σκοινί κρεμασμένο στον λαιμό της, πήγαινε μόνη της για το αχούρι, συνηθισμένη τέτοια ώρα.
- Ε, βλέπεις που φοβήθηκες;
Το εκκλησάκι ήταν ζωσμένο από μια μικρή μισογκρεμισμένη ξερολιθιά*. Η αμυγδαλίτσα εκεί δίπλα είχε βγάλει μικρά γυαλιστερά φυλλαράκια. Έκοψα ένα κλαδί που κρατούσε ακόμα δυο τρία ανθάκια πάνω του.
Η Παινιώ είχε καθίσει σ' ένα βραχάκι, κρέμασε τα πόδια της, ακουμπώντας στα χέρια, τεντωμένα πλάι. Κάτι σαν να ψιλοτραγουδούσε αφηρημένη, κοιτάζοντας πέρα στη θάλασσα, πέρα κει στην όμορφη δύση.
Ο ήλιος βουλιούσε ανάμεσα σε κάτι μελένια σύννεφα. Τα πετροχελίδονα σπάθιζαν άλαλα τον ήσυχο αέρα.
Τη ζύγωσα, χωρίς να της μιλήσω. Ήθελα να της πω πως οι άνθρωποι έπρεπε να 'χουν φτερά στους ώμους και να ρίχνονται μες στον αιθέρα σαν τα χελιδόνια. Πως η ζωή είναι τόσο γλυκιά την ώρα τούτη, που δεν αξίζει να δει κανείς τίποτα άλλο παραπέρα.
Κάτι τέτοια σκεφτόμουν κι έτρεμε η ψυχή μου από λαχτάρα κι από φόβο, γιατί δεν μπορούσα να της τα πω, δεν ήξερα πώς να της τα πω.
Γι' αυτό, σαν γύρισε εκείνη και με κοίταξε με κάτι μάτια που έλαμπαν από γλυκιά μελαγχολία, ταράχτηκα κι έτσι, χωρίς να θέλω, δείχνοντας το κλαδί της είπα απότομα και σοβαρά:
- Μπορείς να το φας αυτό;... Δεν μπορείς! (Χαμογέλασε παραξενεμένη!). Να, εγώ, το τρώω... Και μάσησα την άκρη του. Ύστερα το πέταξα και κατηφόρισα με μεγάλες δρασκελιές*...
.
Γεράσιμος Γρηγόρης (διασκευή)

Ερωτήσεις κατανόησης-εργασίες

1. Βρίσκω τη σημασία των λέξεων που έχουν αστερίσκο.

2. Ποια είναι τα πρόσωπα του κειμένου (και ονόματα); Τι ηλικία έχουν;

3. α) Σε ποια εποχή του χρόνου διαδραματίζονται τα γεγονότα και πού;
    β) Το κείμενο αναφέρεται στην εποχή μας ή όχι; Πώς το κατάλαβες;

4. Τι δουλειές κάνουν τα παιδιά του κειμένου; Γιατί νομίζεις;

5. Τι νιώθει το αγόρι του κειμένου για το κορίτσι;
    Εντόπισε χαρακτηριστικά σημεία (φράσεις, ενέργειες, συμπεριφορές) που το δείχνουν.

6. Αποδίδω με δικά μου λόγια το νόημα του κειμένου σε 200-250 λέξεις περίπου.


7 σχόλια:

  1. καλημερα κυριε Γιαννη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εννουσα καλησπέρααααααα
    Λάθος της αυτόματης διόρθωσης...
    Ελένη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλησπέρα, κορίτσια...
    Καλησπέρα και στους υπόλοιπους...
    Πολύ χαίρομαι που δεν ήρθε ακόμα αρνητική δήλωση για την επανέναρξη!
    Φιλιάάά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή